-
1 мастерская
мастерскаяж τό ἐργαστήριο[ν] / τό ἀτελιέ (художника):слесарная \мастерская τό σιδεράδικο· механическая \мастерская τό μηχανουργείο· столярнея \мастерская τό ξυλουργείο· ремонтная \мастерская τό ἐργαστήριο ἐπισκευών (επιδιορθώσεων). -
2 мастерская
-ой θ. εργαστήρι (διαφόρων ειδικοτήτων)•столярная мастерская ξυλουργείο, μαραγκούδικο•
швейная мастерская ραφείο•
механическая мастерская μηχανουργείο•
ремонтная мастерская εργαστήρι επισκευών•
инструментальная мастерская εργαστήρι εργαλείων•
походная мастерская συνεργείο εκστρατείας.
-
3 мастерская
το συνεργείο, το εργαστήριοвагоноремонтная - επισκευής των σιδηροδρομικών αμαξών/βαγονιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мастерская
-
4 мастерская
[μαστιρσκάγια] ουσ. Θ. εργαστήριο επισκευών, ατελιέ, σιδηράδικο, ξυλουργείο -
5 мастерская
[μαστιρσκάγια] ουσ θ εργαστήριο επισκευών, ατελιέ, σιδηράδικο, ξυλουργείο -
6 столярный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > столярный
-
7 столярный
столяр||ныйприл ξυλουργικός:\столярныйная мастерская τό ξυλουργεῖο[ν], τό μαραγ-κούδικο· \столярныйное ремесло́. -
8 столярный
επ.1. ξυλουργικός, μαραγκίστι-κος•-ое изделие ξυλουργικό έργο (είδος)•
-ая мастерская ξυλουργείο, μαραγκούδικο•
-ые инструменты εργαλεία ξυλουργού.
2. ουσ. θ. столярныйая ξυλουργείο, μαραγκούδικο.